φλόμωμα

φλόμωμα
φλόμωμα, το και φλόμιασμα, το, -ατος
1. η νάρκωση, η αναισθητοποίηση.
2. το σκόρπισμα δυσοσμίας, το βρομοκόπημα: Με τέτοιο φλόμωμα δεν μπορείς να σταθείς εδώ ούτε ένα λεπτό.
3. το ζάλισμα από το πολύ κάπνισμα τσιγάρων: Καπνίζουν όλοι εδώ μέσα, πώς δε θα νιώσεις φλόμωμα;
4. μτφ., το κιτρίνισμα, το χλόμιασμα, το πάνιασμα: Το φλόμωμα του προσώπου του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φλόμωμα — το, Ν [φλομώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φλομώνω …   Dictionary of Greek

  • φλόμιασμα — το, Ν [φλομιάζω] το αποτέλεσμα τού φλομιάζω, φλόμωμα …   Dictionary of Greek

  • φλόμιασμα — το, ατος βλ. φλόμωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”